- μνημονικό
- bellek, hafıza
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μνημονικό — το η μνήμη: Έχει καλό μνημονικό και θυμάται όλα τα τηλέφωνα των γνωστών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνημονικό — το βλ. μνημονικός … Dictionary of Greek
μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek
мнемо́ника — и, ж. Совокупность правил и приемов, облегчающих запоминание нужных сведений, фактов при помощи создания искусственных ассоциаций. [Нежданов] иные [сведения] записывал на месте, другие заносил себе в память по новейшим приемам мнемоники. Тургенев … Малый академический словарь
έγγραμμα — το μνημονικό ίχνος, το οποίο αποτυπώνεται στον εγκέφαλο … Dictionary of Greek
ενθυμητικός — ή, ό και θυμητικός, ή, ό (Μ ἐνθυμητικός, ή, όν) [ενθυμώ ενθυμούμαι] 1. αυτός που έχει ισχυρή μνήμη, που έχει την ικανότητα να προκαλεί ανάμνηση ή να θυμάται, ο εύκολος στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενθυμητικό(ν) μνήμη, μνημονικό, ευχέρεια… … Dictionary of Greek
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
θυμητικός — ή, ό (Μ θυμητικός, ή, όν) [θυμώ (ΙΙ) θυμούμαι] 1. ενθυμητικός* 2. το ουδ. ως ουσ. το θυμητικό α) δώρο αναμνηστικό, ενθύμιο, θυμητάρι β) μνημονικό, ισχυρή μνήμη, ικανότητα απομνημόνευσης μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θυμητικό(ν) 1. το θυμοειδές που κατά … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
μνημονευτικός — ή, ό (ΑΜ μνημονευτικός, ή, όν) [μνημονευτός] αυτός που είναι επιτήδειος, ή ικανός στη μνημόνευση, μνημονικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μνημονευτική (ψυχολ.) σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τής απομνημονευτικής ικανότητας, το οποίο… … Dictionary of Greek